οδοντοτεχνίτης

οδοντοτεχνίτης
ο , η зубной техник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οδοντοτεχνίτης" в других словарях:

  • οδοντοτεχνίτης — και οδοντοτέχνης, ο τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή τεχνητών δοντιών, οδοντοστοιχιών και συναφών εξαρτημάτων …   Dictionary of Greek

  • οδοντοτεχνίτης — ο ο κατασκευαστής τεχνητών δοντιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοντάς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Βάθης. Διέθεσε σημαντικά χρηματικά ποσά για τον Αγώνα. 2. Θεόδωρος. Γιος του Ιωάννη (βλ. 3.). Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον Αγώνα. 3. Ιωάννης. Καταγόταν από την Ύδρα. Κατά την περίοδο 1821 22 πήρε μέρος στις… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοτέχνης — ο βλ. οδοντοτεχνίτης …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»